- ηχοληψία
- ηη τεχνική διαδικασία τής λήψης και εγγραφής ήχου σε δίσκο ή σε κινηματογραφική ταινία ή σε ταινία μαγνητοφώνου κ.λπ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ηχο-λήπτης. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου πρβλ. αγγλ. sound-recording].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ηχοληψία — η λήψη και αποτύπωση ήχων σε ταινία ή δίσκο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ήχος — Διάδοση σε ένα ελαστικό μέσο των ταλαντώσεων που μεταδίδει σε αυτό ένα ταλαντούμενο σώμα (ηχητική πηγή). Συνήθως ή. ονομάζεται και το αποτέλεσμα που παράγεται από τις ελαστικές ταλαντώσεις στο εσωτερικό αφτί. Για το φυσιολογικό ανθρώπινο αφτί, το … Dictionary of Greek
ηχολήπτης — ο ο υπεύθυνος για την εγγραφή τού ήχου (ηχοληψία) τεχνικός τών κινηματογραφικών ή τηλεοπτικών συνεργείων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήχος + λήπτης (< λαμβάνω), πρβλ. ανα λήπτης, παρα λήπτης. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. sound engineer] … Dictionary of Greek
μίκτης — και μείκτης, ο, θηλ. μίκτρια και μείκτρια 1. αυτός που αναμιγνύει, που ανακατεύει 2. ηλεκτρονική συσκευή πολλαπλής χρήσης για την παρασκευή διαφόρων φαγητών ή γλυκισμάτων, το μίξερ 3. (ραδιοηλεκτρ.) διάταξη που χρησιμοποιείται στους ραδιοφωνικούς … Dictionary of Greek
κινούμενα σχέδια — Κινηματογραφικές ή τηλεοπτικές ταινίες, στην κατασκευή των οποίων χρησιμοποιούνται ακολουθίες κατάλληλα σχεδιασμένων σκίτσων, φωτογραφιών ή ηλεκτρονικών σκίτσων, των οποίων η ταχύτατη διαδοχική προβολή δημιουργεί στον θεατή την ψευδαίσθηση της… … Dictionary of Greek
φωνοληψία — η σύνολο επεξεργασιών για τη λήψη και αποτύπωση της φωνής και γενικά των ήχων με ηλεκτρακουστικά μέσα, ηχοληψία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)